κείμενο του Αυτοδιαχειριζόμενου Κοινωνικού Χώρου Pasamontaña
σχετικά με τα γεγονότα των τελευταίων μηνών
«Η
έρημος δεν μπορεί να εξαπλωθεί περισσότερο:
είναι παντού.
Αλλά
μπορεί να γίνει ακόμα πιο βαθιά.
Μπροστά
στο προφανές της καταστροφής υπάρχουν
εκείνοι
που αγανακτούν και εκείνοι που παρατηρούν,
εκείνοι
που καταγγέλλουν και εκείνοι που
οργανώνονται.
Είμαστε
μεταξύ αυτών που οργανώνονται.»
(Αόρατη Επιτροπή - Κάλεσμα)
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τάγμα εφόδου της ΧΑ, η σύλληψη και ομολογία του δολοφόνου Ρουπακιά, η καθεστωτική διαχείριση των γεγονότων και οι δύο νεκροί-μέλη περιφρούρησης της ΧΑ σηματοδοτούν, εν μέσω της συστημικής κρίσης που συνεχώς βαθαίνει, την αρχή μιας νέα φάσης στην κοινωνική-ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα.
Οι διαδηλώσεις την επομένη της δολοφονίας σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό (με επίκεντρο τις πολύωρες συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων κόσμου στο Κερατσίνι), οι επιθέσεις σε ναζιστικά γραφεία και η αντιφασιστική οργή που διαπέρασε όλη την επικράτεια οδήγησαν στο να μην επιχειρηθεί η αποσιώπηση (που ήταν εκ των πραγμάτων δύσκολο) ή η υποβάθμιση της δολοφονίας, όπως είχε συμβεί με όλες τις προηγούμενες -δολοφονικές ή μη- επιθέσεις, κυρίως εναντίον μεταναστών. Η βαρύτητα των γεγονότων, η διάχυτη κοινωνική οργή, που επανέφερε το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης εν μέσω εύθραυστης κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας, και το περιβάλλον έντονων πολιτικών πιέσεων, οδήγησαν το κράτος στην «εξάρθρωση της εγκληματικής συμμορίας» για να διαχειριστεί, όπως γράψαμε εξ αρχής, τις κοινωνικές εντάσεις από θέση ισχύος και προς όφελός του. Η καθεστωτική αυτή τακτική επιλογή επιχείρησε ·να αθωώσει τους κρατικούς μηχανισμούς και τα πολιτικά κόμματα που μέχρι σήμερα παρείχαν ασυλία στους φασίστες ·να ακινητοποιήσει και απονοηματοδοτήσει τον αντιφασιστικό λόγο και δράση ·να περιορίσει μια ενδεχόμενη αντιφασιστική ενεργοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση νέων κοινωνικών ομάδων και ρευμάτων ·να επανεπιβεβαιώσει το κρατικό μονοπώλιο της βίας και τέλος ·να επαναφέρει μια -προσωρινή- ενδοσυστημική ισορροπία.
Το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς παρείχε στη ναζιστική ΧΑ όχι απλά ανοχή αλλά διαρκή συνεργασία, υποστήριξη και προστασία.
Η αστυνομία και η πολιτική της ηγεσία συνεργάζονταν με τους φασίστες στις διαδηλώσεις, στις επιθέσεις εναντίον μεταναστών εργατών και πολιτικών - κοινωνικών χώρων, στην προστασία μαγαζιών διασκέδασης, στον έλεγχο ολόκληρων περιοχών, όπως συνέβη με την άνωθεν παράδοση του Αγ. Παντελεήμονα ως πειραματικό και παραδειγματικό πεδίο δράσης και επιβολής.
Τα Media, μικρά και μεγάλα Μέσα Διαμόρφωσης Γνώμης, έγιναν βασικό όχημα επιρροής της ΧΑ στον πληθυσμό, παρουσιάζοντάς την ως μια νέα πολιτικοκοινωνική δύναμη που δήθεν υποκαθιστά τις δομές του καταρρέοντος κράτους, είτε αποκρύπτοντας την πραγματικότητα σχετικά με το ρόλο, το χαρακτήρα και τη δράση της, είτε προβάλοντάς την ανοιχτά, χτίζοντας το δήθεν αντισυστημικό και αήττητο προφίλ της. Δεν υιοθέτησε το κράτος την πολιτική ατζέντα της ΧΑ αλλά αντίστροφα, η ΧΑ εφάρμοσε την κρατική πολιτική προεκτείνοντάς την (
μεταναστευτικό, πόλεμος ενάντια στις μειονότητες, χαμηλά μεροκάματα, αντισυνδικαλισμός, αντικομμουνισμός, αποπροσανατολισμός μέσω της αναπαραγωγής εθνικών μύθων, διαρκής αντιστροφή της πραγματικότητας κλπ). Είναι πλέον για όλους προφανές ότι χωρίς την κρατική πριμοδότηση και τη χρηματοδότηση από μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου η ΧΑ δε θα μπορούσε να φτάσει όπου έφτασε και ότι χωρίς μία ΧΑ το ελληνικό κράτος δε θα μπορούσε -ούτε εύκολα, ούτε αποτελεσματικά- να συσπειρώσει τα συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας, να απορροφήσει ενδοσυστημικά την απογοήτευση που παράγει η αναδιοργάνωση του πελατειακού κράτους και η καταστροφή των μεσοστρωμάτων, να διασπείρει το φόβο και κυρίως να γίνει πράξη το «όλοι εναντίον όλων».
Η αναβάθμιση της ΧΑ από περιθωριακή παρακρατική οργάνωση σε πολιτικό κόμμα με μαζική επιρροή αποτέλεσε συγκεκριμένη επιλογή της άρχουσας τάξης της χώρας αμέσως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, που πυροδότησε πρωτοφανείς απελευθερωτικές κοινωνικές διεργασίες, και σε περιβάλλον παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία δημιουργούσε ήδη έδαφος εκτεταμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ήταν μέρος της κρατικής αντιεξεγερτικής στρατηγικής, της προετοιμασίας και εγκαθίδρυσης Καθεστώτος Έκτακτης Ανάγκης, που θεμελιώνει την κυριαρχία του στην πολεμική αστυνομική/στρατιωτική διαχείριση του πληθυσμού και τη δημιουργία χωροχρόνων «διαχείρισης κρίσεων», που τείνουν να καταλάβουν όλο το πεδίο της κοινωνικής ζωής. Είναι η στρατηγική της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που συμπυκνώνεται στις διώξεις και τη φασιστική διαχείριση των 27 οροθετικών γυναικών, στην επιβολή στρατιωτικού νόμου στα χωριά της Β.Α. Χαλκιδικής και τις μαζικές διώξεις ή προφυλακίσεις των αγωνιζόμενων κατοίκων, στην καταστολή-κλείσιμο χώρων και εγχειρημάτων ελευθερίας και αγώνα (όπως οι καταλήψεις των αγωνιζόμενων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα), στα βασανιστήρια και τα photoshop της αντιτρομοκρατικής, στις επιστρατεύσεις των απεργών στις μεταφορές, στην καθαριότητα, του μετρό και των καθηγητών, στον ανοιχτό πόλεμο εναντίον των μεταναστών με στρατόπεδα συγκέντρωσης, φράχτες, ναρκοπέδια και θαλάσσιους τάφους, στις Μανωλάδες της ωμής στρατιωτικοποιημένης «εργασίας», στο κλείσιμο της ΕΡΤ, στο θάνατο για ένα εισιτήριο όπως αυτόν του Θανάση Καναούτη στο Περιστέρι, στις επ'αόριστον προφυλακίσεις χωρίς δίκη, στις δεκάδες προκατασκευασμένες δίκες και τις σκευωρίες κεντρικής πολιτικής σκοπιμότητας (όπως αυτές ενάντια στους αναρχικούς Θοδωρή Σίψα για τα γεγονότα στη Μαρφίν και Τάσο Θεοφίλου για τη «ληστεία της Πάρου»), στις μαζικές και στοχευμένες υποκλοπές και παρακολουθήσεις, στις συλλήψεις μαθητών και τις εισβολές σε μαθητικές καταλήψεις, στην αστυνομική έφοδο στο Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού και τους Γιατρούς του Κόσμου, στην εξόφθαλμα ρατσιστική διαχείριση των Ρομά, στα τεθωρακισμένα που για αρχή επαναφέρονται στις παρελάσεις, στους θανάτους και τα βασανιστήρια μέσα στα Α.Τ. που συνεχίζονται...
Από τη μία ασκούν ωμή τρομοκρατία για να επιβάλουν τα εγκληματικά αντικοινωνικά τους σχέδια, και από την άλλη επαναφέρουν διαρκώς το φάντασμα του
εμφυλίου και την αποτυχημένη
θεωρία των δύο άκρων για να γλιτώσουν από την αναπόφευκτη κοινωνική έκρηξη. Στην πραγματικότητα το ένα άκρο είναι αυτοί, η ντόπια και διεθνής οικονομική ελίτ, οι υπερεθνικοί μηχανισμοί κυριαρχίας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), το πολιτικό σύστημα, όσοι στελεχώνουν την κρατική μηχανή και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς προστασίας του συστήματος, τα ΜΜΕ και όσοι τους στηρίζουν αποκομίζοντας όφελος. Οι ίδιοι δημιουργούν τους όρους για ένα νέο εμφύλιο, ενώ παράλληλα η σύγχρονη ολιγαρχία υπερδιπλασιάζει τα κέρδη της και συνεχίζει να ζεί μέσα στη χλιδή και τα πλούτη. Στο άλλο άκρο έχουν οι ίδιοι θέσει την κοινωνική πλειοψηφία, τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται εγκλωβισμένα στη μεγάλη καθημερινή φυλακή της υλικής και συναισθηματικής μιζέριας και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Σε παγκόσμια κλίμακα, η αναδιάρθρωση της κυριαρχίας και οι εσωτερικές συγκρούσεις πλευρών του κεφαλαίου οδηγούν στην καταστροφή των κοινωνιών, τη συνεχιζόμενη αφαίμαξη του παγκόσμιου πλούτου, τις διακρατικές συγκρούσεις και τις πολεμικές επιχειρήσεις, παράλληλα με την κατάρρευση των καπιταλιστικών μύθων της ευμάρειας ή του «τέλους της ιστορίας» και το οριστικό τέλος της πολιτικής αντιπροσώπευσης με τη μορφή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Εξεγέρσεις και ταραχές ξεσπούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, από τη Μεσόγειο μέχρι τη Λατινική Αμερική, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της παγκόσμιας κοινωνικής οργής που κυοφορεί το καινούργιο. Στην Ελλάδα μετά από 3 χρόνια επιτυχημένης εφαρμογής του «πιο εντυπωσιακού προγράμματος προσαρμογής που έγινε ποτέ» σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΟΟΣΑ, μετά από 3 χρόνια σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, έχει ήδη επέλθει η κοινωνική χρεωκοπία και συνεχίζεται αμείωτα ο αποκλεισμός μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Οι προσπάθειες διαχείρισης της φτώχειας, κυρίως μέσα από τη συνεργασία κράτους, κεφαλαίου, εκκλησίας, Ε.Ε και Μ.Κ.Ο, αποτελούν μέσο υποταγής στο νέο κοινωνικό μοντέλο (βλ. 5μηνα) ενώ παράλληλα η «πρόταση εξουσίας» της συστημικής αριστεράς δεν έχει έτσι κι αλλιώς κανένα πραγματικό αντίκρυσμα, αφού οι αντικειμενικές συνθήκες της βαθύτερης ιστορικά καπιταλιστικής κρίσης δεν επιτρέπουν την επιστροφή στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας που ευαγγελίζονται όσοι καλλιεργούν αυταπάτες για να κυβερνήσουν.
Το ερώτημα που απασχολεί όσους ζούν στην Ελλάδα σήμερα είναι το πώς θα βγούμε από το βούρκο και το αδιέξοδο στο οποίο μας έχουν καταδικάσει. Η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους με μισθούς-κοροϊδία και εργασιακές σχέσεις-λάστιχο, τους απλήρωτους, τους απολυμένους και τα εκατομμύρια των ανέργων είναι μια καθημερινότητα φτώχειας και μιζέριας, μαζικής κατάθλιψης και χιλιάδων αυτοκτονιών, νόμιμης κρατικής και ιδιωτικής υπερεκμετάλλευσης, διάλυσης των κοινωνικών δομών και ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, παράλληλα με τον ασφυκτικό καθημερινό αστυνομικό έλεγχο, την εργοδοτική τρομοκρατία, την κρατική βία στους δρόμους και τις διαδηλώσεις της αντίστασης, την επικράτηση του μαζικού Φόβου που διασπείρεται διαρκώς υπό το άργυπνο βλέμμα των καμερών παρακολούθησης και των αυτιών της ΕΥΠ. Παρόλο που ένα μεγάλο μέρος της βαλλόμενης κοινωνίας ταλαιπωρείται από τις ενδοταξικές διαμάχες, τη σύγχυση, τις αυταπάτες, την ηττοπάθεια και την παραίτηση και δε θέλει ή/και δεν μπορεί ακόμα να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της εποχής, υπάρχει ένα ισχυρό κοινωνικό ρεύμα που καταλαβαίνει όλο και περισσότερο ότι δεν υπάρχει λύση εντός του συστήματος της ταξικής, φυλετικής και έμφυλης εκμετάλλευσης και ιεραρχίας. Για μας η κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή από την αυτοοργάνωση της καθημερινότητας και του αγώνα, την καταστροφή των κυρίαρχων δομών και αντιλήψεων που βασίζονται στις διακρίσεις, την ιεραρχία και τον καταναγκασμό και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας στις βάσεις της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας, της ανιδιοτέλειας και της ισότητας.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών και το απότομο ανέβασμα του επιπέδου της ταξικής σύγκρουσης και βίας σηματοδοτούν μια κρισιμη φάση για το μέλλον, όπου ο εγκαθιδρυμένος στο δικό μας στρατόπεδο φόβος πρέπει να γίνει δύναμη για κοινωνική αντίσταση στη βαρβαρότητα. Η επίθεση της κυριαρχίας θα ενταθεί ακόμα περισσότερο, η πιθανή επανεμφάνιση νέων -με σοβαρό προφίλ εθνικής ενότητας (πχ. με τη συμμετοχή στρατιωτικών ή τεχνοκρατών)- ή υπάρχοντων φασιστικών μορφωμάτων θα είναι ξανά μέρος της και η δράση των φασιστών θα γίνει ακόμα πιο επικίνδυνη.
Ο προσανατολισμός των αυτοοργανωμένων και ακηδεμόνευτων εγχειρημάτων οφείλει να συνεχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση της αγωνιστικής συσπείρωσης της λαϊκής πλειοψηφίας σε απελευθερωτική κατεύθυνση μέσω της ενεργής εμπλοκής, συμμετοχής και υποστήριξης στους δίκαιους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες για μια καλύτερη ζωή. Οι κάθε μορφής μαχητικές ενέργειες οφείλουν να παραμένουν μέσα στο βαθμό διάθεσης της αγωνιζόμενης κοινωνίας, ώστε το επίπεδο της σύγκρουσης να παραμένει ξεκάθαρα στο κοινωνικό πεδίο επιλογής. Η διασταύρωση των χιλιάδων πρωτοβουλιών κοινωνικού πειραματισμού, η υποστήριξη, η ριζοσπαστικοποίηση, η περιφρούρηση και αυτοάμυνα των εγχειρημάτων που δημιουργούν από τώρα τους όρους της μελλοντικής αυτοοργάνωσης της κοινωνίας, η ενδυνάμωση των δομών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας όσων δέχονται την επίθεση της κυριαρχίας, η παράλληλη οικοδόμηση και συνεργασία των αυτοοργανωμένων κοινοτήτων αγώνα που υπερασπίζονται όλο το φάσμα των κοινωνικών αναγκών και συγκρούονται με την κρατική, καπιταλιστική και φασιστική βαρβαρότητα είναι ο μόνος δρόμος για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση από τον εφιάλτη του Φόβου και της Εξαθλίωσης.
Ειδικά
στις δικές μας γειτονιές οι ενδοταξικές διαμάχες, η μιζέρια και ο καθημερινός πόλεμος «όλων εναντίον όλων», πρέπει να δώσουν τη θέση τους στη μεταξύ μας αλληλεγγύη, τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ενότητα και τη διοχέτευση της κοινωνικής οργής στους κοινούς αγώνες ενάντια στους δυνάστες μας. Είμαστε μέρος της καταπιεζόμενης κοινωνίας, να γίνουμε μέρος του κόσμου του αγώνα, των αντιστεκόμενων, των κοινωνικών-ταξικών αγώνων. Είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε τον εφιάλτη της φτώχειας και των στερήσεων στο όνειρο μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, ισότητας και αξιοπρέπειας, με τις αποφάσεις και το δημόσιο πλούτο στα χέρια όλων μας.