“ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ” ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΜΟΝΟ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΕΕ/ΔΝΤ
Πριν μερικές μέρες, στο τέλος μιας ανοιχτής εφημερίας, το ΨΝΑ (Δαφνί) είχε, στα (συνολικής δυναμικότητας 225 κλινών) τμήματα εισαγωγών, 304 νοσηλευόμενους, δηλαδή, περίπου 80 ράντζα. Στις ανοιχτές εφημερίες, πριν και μετά, ο αριθμός είναι λίγο μικρότερος, αλλά πάντα πάνω από την υπέρβαση του 30% των κλινών, βάσει της οποίας υπάρχει κανονισμός να «κλείνει» η εφημερία. Αλλά, αν «κλείσει» και το Δαφνί, η έσχατη των ψυχιατρικών «αποθηκών» της χώρας, τι απομένει;
Καταλαβαίνει εύκολα κανείς το είδος της διαχειριστικής/διεκπεραιωτικής βιασ-ύνης να γίνονται εξιτήρια, ώστε να υπάρχει χώρος στην επόμενη εφημερία, όχι για κρεβάτι, αλλά, έστω, για ένα ράντζο.
Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον των διοικούντων, σε εφαρμογή της κεντρικής πολιτικής, επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ‘οικονομίες’, στις περικοπές, στις συγχωνεύσεις/καταργήσεις ξενώνων και οικοτροφείων και ψυχιατρικών τμημάτων. Καθώς υπολογίζεται ότι θα συνταξιοδοτηθούν φέτος, χωρίς ν΄ αντικατασταθούν, περί τους 120 νοσηλευτές/τριες, έχουν ήδη μπει σε κίνηση διαδικασίες διοικητικών μετακινήσεων, τόσο στις στεγαστικές δομές όσο και στα τμήματα εισαγωγών, σε μια λογική ‘ισομοιράσματος’ του εναπομείναντος νοσηλευτικού προσωπικού – λογική που έχει ως αποτέλεσμα τη διάλυση των θεραπευτικών ομάδων, προκειμένου να υπάρξει ο ελάχιστος αριθμός προσωπικού σε άλλες δομές για τη στοιχειώδη λειτουργία τους…
Αντίστοιχα, στο γειτονικό Δρομοκαίτειο, η Διοίκηση του ‘κληροδοτήματος’ ξεκίνησε τις περικοπές από τις αμοιβές των ‘ασθενών’ που εργάζονται στα κυλικεία (δείχνοντας, για μιαν ακόμη φορά, το παροιμιώδες ιδρυματικό και απάνθρωπο ‘πρόσωπό’ της) και προχώρησε, αφήνοντας αχαλίνωτο τον εγγενή αυταρχισμό της, στην πειθαρχική και ποινική δίωξη δύο ψυχολόγων που υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των ασθενών. Στο κείμενο που δημοσίευσαν και για το οποίο διώκονται, αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν αποφάσεις του ΔΣ του Δρομοκαιτείου που προβλέπουν το ξαναγέμισμα των τμημάτων χρόνιας παραμονής, αρχίζοντας από δύο πανάθλια και ετοιμόρροπα κτίρια – δίνοντας, έτσι, το σύνθημα και εγκαινιάζοντας επίσημα και ανενδοίαστα την επιστροφή στην κατάσταση της προ της κακέκτυπης ‘ψυχιατρικής μεταρρύθμισης’ περιόδου – από την οποία, άλλωστε, ποτέ η Διοίκηση του ‘κληροδοτήματος’ δεν άφησε το Δρομοκαίτειο να μετακινηθεί.
Κάτι παρόμοιο ακούστηκε και από τα Χανιά, ως ‘υπαινιγμός’, όταν με αφορμή την πρόσφατη πυρκαγιά στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Χανίων, ο Διοικητής έσπευσε να δηλώσει ‘πόσο λάθος και βιαστική’ ήταν η μεταφορά της ψυχιατρικής κλινικής από το Ψυχιατρείο στο εν λόγω κτίριο.
Το καινούργιο, στην περίοδο που διανύουμε, δεν είναι πια το τέλμα, στο οποίο είχε βυθιστεί τα τελευταία χρόνια το στρεβλό κατασκεύασμα μιας κατ΄ ευφημισμόν ‘ψυχιατρικής μεταρρύθμισης’. Το καινούργιο είναι η έναρξη της κατεδάφισης του όλου συστήματος - όχι πια η συντήρηση του εξωραϊσμένου νεο-ιδρυματισμού της προηγούμενης περιόδου αλλά, κυριολεκτικά, η κατεδάφιση.
Εξ ΄ου και η τραγική φάρσα που παίζεται, εδώ και ένα χρόνο, από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, τη μια να γεμίζουν, επί χάρτου, τη χώρα με Κέντρα Ψυχικής Υγείας και την άλλη να σαμποτάρουν ακόμα και την λειτουργία των ήδη (ελάχιστων) υπαρχόντων, την ίδια στιγμή που δεν είναι σε θέση ν΄ απορροφήσουν πόρους ούτε καν από τα προσωρινής χρήσης και εμβέλειας πακέτα του ΕΣΠΑ.
Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει η όποια ‘πολιτική ψυχικής υγείας’ από μια εξουσία
της οποίας η πολιτική, πλέον, συγκροτείται ως κατεδάφιση του συστήματος των υπηρεσιών. Ηδη, εντεταλμένοι ‘κατεδαφιστές’ σε διάφορα κλιμάκια της ιεραρχίας του Υπουργείου και στις ΥΠΕ (ιδιαίτερα στη 2η) έχουν αναλάβει έργο, προωθώντας την ‘ολομέτωπη αντιμεταρρύθμιση’, που είχε σχεδιάσει, αλλά δεν είχε προλάβει να εφαρμόσει, η προηγούμενη κυβέρνηση, σε πολύ μεγαλύτερη, όμως, κλίμακα.
Αλλωστε, τι άλλο μπορεί να σημαίνει, για την Υγεία γενικά και για την Ψυχική Υγεία ειδικότερα, η προετοιμαζόμενη διάλυση του ΕΣΥ στο ΙΚΑ και του ΙΚΑ στο ΕΣΥ, εκτός, μεταξύ άλλων, από την οριστική απεμπόληση της όποιας προοπτικής για δημιουργία μιας ολοκληρωμένης κοινοτικής φροντίδας, μέσω της αναγωγής της φροντίδας αυτής στην διεκπεραιωτική συνταγογράφηση ενός υπερφορτωμένου ψυχιάτρου, κάπου σε μια γωνία ενός κατ΄ όνομα ‘Κέντρου Υγείας’;
Πριν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ‘τι να κάνουμε’ πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε πραγματική επίγνωση του πού βρισκόμαστε : ‘μνημόνιο’ και τρόϊκα, ΕΕ και ΔΝΤ, είναι πράγματα ασυμβίβαστα με την ψυχική υγεία. Όχι μόνο γιατί οι πολιτικές τους την καταρρακώνουν, γιατί παράγουν οδύνη και αρρώστια, αλλά και γιατί ένα σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας που να είναι πραγματικά θεραπευτικό, να σέβεται το λόγο, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του ψυχικά πάσχοντος υποκειμένου, είναι δυνατό μόνο πάνω στα συντρίμμια του ‘μνημονίου’.
Γνωρίζουμε ότι η κατεστημένη, ιδρυματική, νοσοκομειοκεντρική ψυχιατρική, στο βαθμό που δεν αμφισβητεί την κοινωνική εντολή που υπηρετεί για διατήρηση της ‘δημόσιας τάξης’, λειτουργεί (πέρα από τις όποιες προθέσεις) διατηρώντας και αναπαράγοντας τους ψυχικά πάσχοντες ως μια ομάδα πραγμοποιημένη, ταυτισμένη με την όποια ψυχοπαθολογία, ακυρωμένη και ελεγχόμενη μέσω της εναλλαγής εγκλεισμού και εγκατάλειψης/αποκλεισμού.
Καθώς, λοιπόν, η δημιουργία ολοκληρωμένων κοινοτικών υπηρεσιών εναλλακτικών στον εγκλεισμό φαίνεται να τίθεται, από την υπάρχουσα συγκυρία, ακόμα και εκτός συζήτησης, ως ένας ιδεασμός γραφικών ονειροπόλων που δεν έχει καμιά σχέση με τον ‘κόσμο τούτο’, η καταφυγή στις νεο-ιδρυματικές διευθετήσεις της ‘φιλοξενίας’ σε στεγαστική δομή (ξενώνα, οικοτροφείο), που είχε αρχίσει ν΄ αποτελεί, για την κατεστημένη ψυχιατρική πρακτική, την μετεξέλιξη της τοποθέτησης στις πτέρυγες των χρονίων, φαίνεται ότι, μετά από ένα βραχύ βίο, φτάνει και αυτή στο τέλος της. Πολύ ακριβή για ένα κράτος που κατεδαφίζει την όποια πτυχή είχε καταφέρει να υπάρξει σ΄ αυτή τη χώρα, κράτους πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας.
Σε μια εποχή που βραβεύεται με το Νόμπελ οικονομίας αυτή ακριβώς η θεωρία και η πρακτική της ακραίας νεοφιλελεύθερης αποδόμησης των όρων της πιο στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας, φαντάζει πραγματική πολυτέλεια για τα επιτελεία των κκ. Παπακωνσταντίνου και Λοβέρδου, ένα άτομο με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας και χωρίς κανένα κοινωνικό υποστηρικτικό σύστημα, να μπορεί να βρει μια στέγη σ΄ ένα ξενώνα. Το μόνο που διαθέτει η κυβέρνηση του ‘μνημονίου’ γι΄ αυτά και για όλο και περισσότερα κοινωνικά στρώματα είναι ο δρόμος.
Καθώς το περίφημο ‘Ψυχαργώς’ ψυχορραγεί , η εκδήλωση της άδοξης κατάρρευσης αυτής της εκ των προτέρων αποτυχημένης επιχείρησης εκφράζεται με ζοφερό τρόπο και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό, «μη κερδοσκοπικό», τομέα. Δραματική μείωση προσωπικού και πόρων (στις ‘ΜΚΟ’, και απολύσεις), επιδείνωση των εγγενών ιδρυματικών χαρακτηριστικών των δομών αυτών (που για πολλούς δεν ήταν ποτέ τίποτα περισσότερο από μικρά νοσοκομεία/άσυλα), υποβάθμιση των θεραπευτικών δραστηριοτήτων, ενδυνάμωση των κατασταλτικών πρακτικών (με τη συναίνεση μάλιστα της Επιτροπής για την Προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχότων), περαιτέρω μείωση των προοπτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και κερδοφορίας ‘από τον πόνο του άλλου’ αλώνουν τώρα και τον δημόσιο τομέα (με τα επί πληρωμή απογευματινά ιατρεία, με τα 3 ευρώ
που οι περισσότεροι προσερχόμενοι στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας αδυνατούν εκ προοιμίου να καταβάλλουν, με το ‘αθόρυβο’ πέρασμα μέρους της πρωτοβάθμιας φροντίδας σε ιδιώτες, αντί για τη δημιουργία δημόσιων ΚΨΥ, κοκ).
Οσο για τις ‘μη κερδοσκοπικές’, χωρίς στο παραμικρό ν΄ αλλάζει ο αποσυνδεδεμένος, κατακερματισμένος και αυτοαναφορικός χαρακτήρας των υπηρεσιών που παρέχουν σε όλα τα επίπεδα (‘αρετές’ που μοιράζονται, άλλωστε, με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα), έχουν ήδη αρχίσει να επεκτείνουν το φάσμα των δραστηριοτήτων τους σε τομείς από τους οποίους αποσύρεται (ή αποφεύγει πεισματικά και οριστικά, πλέον, να καλύψει) το δημόσιο, τομείς που υπόσχονται έσοδα (και όχι, πλέον, απλώς τη φιλοξενία φτωχών ενοίκων στο οικοτροφείο), στην αρχή με το άλλοθι της πληρωμής από το ασφαλιστικό ταμείο, αλλά, στη συνέχεια, καθώς το κύκλωμα συγκροτείται και το πεδίο ανοίγεται, με τη δυνατότητα αμοιβής απευθείας από τον εξυπηρετούμενο – με σαφή, δηλαδή, κερδοσκοπικό προσανατολισμό, μέσω της σύναψης ενός (άτυπου ακόμα) συμβολαίου αμοιβαίου οφέλους μεταξύ κράτους και ιδιωτών.
Οσο περισσότερο, λοιπόν, οι συνέπειες των μέτρων του ‘μνημονίου’ γίνονται αισθητές και πρόκειται περαιτέρω να πολλαπλασιαστούν, με αποτέλεσμα οι ψυχικά πάσχοντες να χάνουν όλα τα προσωπικά και οικογενειακά στηρίγματα που είχαν την προηγούμενη περίοδο.
Οσο περισσότερο ο ‘χώρος’ που διατίθεται, μέσα στον κοινωνικό ιστό, για το ‘διαφορετικό’, για τον άνθρωπο και τις ομάδες με τις πιο πολύπλοκες ανάγκες, γίνεται ασφυκτικά πιο στενός και μη ανεκτικός.
Οσο, ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν, από τη μια, ολοκληρωμένες κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, αλλά και κοινωνικές υπηρεσίες, για να τους στηρίξουν στον τόπο κατοικίας και γενικά μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο ενώ, από την άλλη, οι κλίνες στέγασης/φιλοξενίας, ήδη σχεδόν υπερπλήρεις, αρχίζουν να συρρικνώνονται.
Οσο, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν οι ανάγκες ν΄ απαντηθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ακριβώς τη στιγμή που πολλαπλασιάζονται και κλιμακώνονται, τότε δεν απομένει, από μια ψυχιατρική που ποτέ δεν απέβαλλε την ιδρυματική και ασυλική της θεωρία, πρακτική, δομή και λειτουργία, παρά η κατασταλτική τους αντιμετώπιση, μέρος και στιγμή της οποίας είναι και η εγκατάλειψή τους στο δρόμο.
Αλλωστε, στην συντριπτική τους πλειονότητα, οι πρακτικές στα ψυχιατρεία και στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων, ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο και τις σχολές ‘αναφοράς’ των ψυχιάτρων, ανάγονται στην καταστολή, αφενός και στην ‘συντήρηση’, αφετέρου, ως το ‘κύριο πιάτο’, ως η κοινή ταυτότητα, ο κοινός τρόπος (ακύρωσης του) ‘διαλόγου’ με τον ‘άλλο’ – κρατώντας ως απλό ‘επιδόρπιο’ (ή και εκτοπίζοντας τελείως) τις προσεγγίσεις και τις συνεισφορές των άλλων ειδικοτήτων.
Ενώ καθηλώνει, κλειδώνει και απομονώνει, ακυρώνει το λόγο και δοκιμάζει πλήθος ψυχοφαρμάκων πάνω στο ‘αντικείμενο-αρρώστια’ της δουλειάς του, ο ψυχίατρος μπορεί να διακοσμεί αυτή την ιδρυματική βαρβαρότητα, στην οποία μετέχει και την οποία ‘ασκεί χωρίς να επερωτά’, μέσω της αφήγησης της θεωρητικής κατασκευής, την οποία ασπάζεται και η οποία λειτουργεί ως εξορθολογισμός της ασκούμενης καταστολής και ελέγχου.
Αυτή η πρακτική έχει συνέπειες, που αφορούν, κατ΄ αρχήν, την ίδια τη ζωή των ασθενών. Είναι πολλοί αυτοί που έχουν πεθάνει μηχανικά καθηλωμένοι, ή στην απομόνωση και το αίτιο του θανάτου τους συγκαλύφθηκε από την ιεραρχία της θεσμικής οργάνωσης. Μόνο σπάνια, κάτω από ειδικές συγκυρίες, μπορεί να έλθουν αυτά τα εγκλήματα του ψυχιατρικού θεσμού στο φως της δημοσιότητας.
Αν γινόταν μια έρευνα για κάθε θάνατο στις ψυχιατρικές μονάδες από ανεξάρτητα όργανα (πραγματικά ανεξάρτητα όργανα και όχι από κατ΄ όνομα Επιτροπές Δικαιωμάτων), τότε μια άλλη, η αληθινή πραγματικότητα θα ερχόταν στη επιφάνεια.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για τα έκδηλα κατασταλτικά μέτρα.
Αυτό για το οποίο απαιτείται εγρήγορση και αντιμετώπιση αφορά το όλο πλέγμα των δικαιωμάτων και της διαπραγματευτικής εξουσίας που στην πράξη (και όχι στα λόγια) αναγνωρίζεται στον ψυχικά πάσχοντα, μέσα και έξω από την επαφή με τις υπηρεσίες.
Αφορά το πεδίο του διαλόγου, για τους όρους, υλικούς, θεσμικούς, σχεσιακούς, που δίνουν υπόσταση στην διαπραγματευτική εξουσία του ‘ασθενή’, στο εύρος των επιλογών, θεσμικά κατοχυρωμένων, που διασφαλίζουν την ελευθερία και την απόφαση, σε συνάρτηση με την προστασία – μια προστασία που δεν μπαίνει διαζευκτικά και δεν ακυρώνει την ελευθερία, αλλά είναι ικανή να την συνοδεύει στις διαδρομές της, όσο πολύπλοκες και τεθλασμένες κι΄ αν γίνονται μερικές φορές.
Αφορά, επίσης, την ανάγκη απόρριψης της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αναγωγής της ψυχικής οδύνης σε αναπηρία (μέσω της διάλυσης των συλλογικοτήτων χρηστών και οικογενειών σε σχετικά οργανωτικά μορφώματα) και την ενθάρρυνση και ενδυνάμωση των προσεγγίσεων της ‘ανάρρωσης΄ (recovery), της ενθάρρυνσης και στήριξης, δηλαδή, για ανάληψη από τα ίδια τα πάσχοντα υποκείμενα της ευθύνης για να βάλουν ξανά σε κίνηση τη ζωή τους - μια ζωή που δεν ακυρώνεται τόσο από την ‘αρρώστια’ όσο, πρωτίστως, από την στενά κλινική (βιολογική ή άλλη), αφενός και από την κατεστημένη κοινωνική, αφετέρου, αντιμετώπισή της.
Αφορά, περαιτέρω, την διεύρυνση των ‘κοινωνικών χώρων’ μέσα στους οποίους μπορεί να υπάρξει και πραγματικά ν΄ αναπνεύσει ο καθένας, όσο πολύπλοκες και αν είναι οι ανάγκες του. Το ‘στίγμα’ δεν καταπολεμάται με στρατηγικές που στοχεύουν στην αλλαγή των ‘λανθασμένων ιδεών’, που έχουμε στο κεφάλι μας, με τις ‘σωστές’. καταπολέμησηΗ καταπόλέμης του Η καταπολέμηση του ‘στίγματος’, ως κοινωνικής στάσης και αλληλεπίδρασης, που ριζώνει πάνω σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, είναι συνυφασμένη με την αλλαγή αυτών των κοινωνικών σχέσεων, καθώς η αλλαγή του ‘σκέπτεσθαι’ (της κουλτούρας) είναι συνυφασμένη με την αλλαγή του κοινωνικού είναι.
Αυτές οι διαδικασίες δεν έχουν ανάγκη από χορηγούς, δεν τους επιτρέπεται ν΄ αποτελέσουν το άλλοθι, το ανθρωπιστικό προσωπείο των πολυεθνικών του φαρμάκου και των κάθε λογής τραπεζιτών.
Η αμφισβήτηση της κατασταλτικής ψυχιατρικής προϋποθέτει την ενθάρρυνση της χειραφέτησης και την κινητοποίηση των ατόμων με ‘ψυχιατρική εμπειρία’, ενεστώσα ή παρελθούσα, σε σύνδεση με λειτουργούς ψυχικής υγείας στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, που αντιμετωπίζουν, αυτή την περίοδο, της διπλή πρόκληση, αφενός να πλήττεται με πρωτοφανή τρόπο το βιοτικό τους επίπεδο, με τις δραστικές περικοπές στους μισθούς και με τις απολύσεις και, αφετέρου, να τους ζητείται να αποτελέσουν το μακρύ χέρι της ψυχιατρικής καταστολής, ως εντολοδόχοι της κατεστημένης κοινωνικής τάξης, πιο ασφυκτικής, κτηνώδους και βάρβαρης απ΄ οποτεδήποτε στο παρελθόν.
Τέτοιες πρακτικές χειραφέτησης σε όλες τις μορφές τους μπορούν να αναπτυχθούν σε συμμαχία με τις οικογένειες και τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα που αυτο-οργανώνονται και στοχεύουν στην ανατροπή μιας κοινωνικής τάξης ικανής να υπάρχει μόνο μέσω ‘μνημονίων’ και της καταστροφής των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων.
Αναπόσπαστο μέρος των αγωνιστικών προταγμάτων και των διεκδικήσεων των κινημάτων αυτών (πρέπει να) είναι το πρόβλημα της ψυχικής υγείας/ψυχικής οδύνης, ως μιας αντίφασης στην οποία όλοι συμμετέχουμε και που μας αφορά όλους, σε συνάρτηση με το πρόβλημα των θεσμών που την διαχειρίζονται και την ελέγχουν, καθώς και των δικαιωμάτων και της ελευθερίας των ανθρώπων, που οι ανάγκες τους για φροντίδα, θεραπεία και προστασία εξακολουθούν ν΄ αντιμετωπίζονται ως αδιαπραγμάτευτη δικαιοδοσία μιας ψυχιατρικής που λειτουργεί ως μέρος των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
25 Οκτώβρη 2010