(εν όψει της διαδήλωσης της Πέμπτης 5 Ιουνίου, 18:30 στο μετρό ΑΙΓΑΛΕΩ ενάντια στα σχεδιαζόμενα κέντρα κράτησης
σε Λοιμωδών & Σκαραμαγκά)
«Υπάρχουν
και ντόπιοι φυγάδες.
Είναι
τα παλικαράκια χωρίς στον ήλιο μοίρα
που δεν έχουν λεφτά ή τα χαρτιά για να
δραπετεύσουν με το νόμο από την ανέχεια,
σαν μετανάστες με πλοίο ή τρένο, και
επιλέγουν να το σκάσουν με τρόπο απείρως
πιο επικίνδυνο από των ξένων· κρύβονται
τη νύχτα ανάμεσα στα κασόνια και τα
ντανιασμένα κιβώτια της προκυμαίας
περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να
κοιτάει αλλού ο βατσιμάνης του βαποριού
που έχουν σταμπάρει, σκαρφαλώνουν με
την ψυχή στα δόντια στην κουπαστή από
την πρυμάτσα που το δένει στην μπίντα
ή από κάνα βοηθητικό παλαμάρι ή ανεβαίνουν
γαντζωμένοι στη χοντρή αλυσίδα της
άγκυρας, περνάνε μέσα από τα όκια του
καραβιού, εκεί που σφηνώνουν οι άγκυρες,
και κρύβονται για μέρες ολόκληρες
νηστικοί και διψασμένοι σε κάποια τρύπα
του βαποριού, στις ναυαγοσωστικές ή στα
φουγάρα με τον τρόμο της ανακάλυψης.
Αν
τους ξετρυπώσουν μεσοπέλαγα είναι στο
έλεος του καπετάνιου, γι' αυτό τα παλικάρια
αποφεύγουν τα επιβατηγά, ιδίως τα
υπερωκεάνια που έχουν κόσμο χιλιάδες
και ο καπετάνιος, για να γλιτώσει από
τον μπελά τους, μπορεί μια νύχτα να τους
φουντάρει στα μουλωχτά στη θάλασσα και
ούτε θα λείψουν σε κανέναν ούτε θα τους
αναζητήσει κανείς, ενώ στα φορτηγά με
20-30 άτομα θα τους δεί όλο το πλήρωμα και
είναι κάπως δύσκολο να τους εξαφανίσει
ο πλοίαρχος στη ζούλα, αναγκαστικά θα
τους ρίξει δεμένους στο μπαλαούρο μέχρι
το πρώτο λιμάνι και από κει θα τους
φορτώσουν για πίσω, να πληρώσουν εδώ
την αποκοτιά τους.
Αλλά
δε γίνεται πάντα έτσι.
Πολλά
από αυτά τα πλάσματα χάνονται μαζί με
το όνειρό τους και κανείς δεν ξαναμιλάει
γι' αυτά, από καθάρματα καπετάνιους σαν
τον Έλληνα που φούνταρε τρία παλικαράκια
στο στενό της Μάγχης και τα φάγανε τα
σκυλόψαρα, άλλους δύο έπνιξε πέρσι ένας
Αμερικάνος στα νερά του Γιβραλτάρ και
τελευταία ένας Γερμανός σκύλος σάπισε
στο ξύλο έναν δεκαοχτάχρονο και τον
πέταξε στον Ατλαντικό μισολιπόθυμο
χωρίς ένα σωσίβιο, να έχει έστω μια
ελπίδα στο εκατομμύριο.»
(απόσπασμα
από το «Εκ Πειραιώς» του Διον. Χαριτόπουλου)